- νωχελεῖς
- νωχελήςslow-movingmasc/fem acc plνωχελήςslow-movingmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπαρακολούθητος — η, ο (Α εὐπαρακολούθητος, ον) (για κείμενα ή εκθέσεις γεγονότων, ιδεών κ.λπ.) αυτός που παρακολουθείται εύκολα, ο ευνόητος αρχ. 1. αυτός που παρακολουθεί εύκολα 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπαρακολούθητοι ὀξεῑς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῑς». επίρρ … Dictionary of Greek